- φιλοβαρβαρίζω
- φῐλο-βαρβᾰρίζω,A enjoy barbarisms of speech, Phld.Herc.994.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοβαρβαρίζω — Α χαίρομαι με τους βαρβαρισμούς, με τα γλωσσικά σφάλματα κατά την ομιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βαρδαρίζω «μιλώ σαν βάρβαρος, κάνω γλωσσικά σφάλματα» (< βάρβαρος)] … Dictionary of Greek